- αινίσσομαι
- αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α)1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς τινα», αναφέρομαι σε κάποιον σαν με αινίγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αἰνίσσομαι παράγεται από το αἶνος*, ο «λόγος, μύθος» ή πιθ. από το αμάρτ. ρ. *αἴνομαι (βλ. αἶνος, ὁ) οπότε αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό. Η λ. αρχικά σήμαινε «λέω λόγια με νόημα, που όμως είναι δύσκολο να τά καταλάβει κανείς» (πρβλ. «λόγοισι κρυπτοῖσιν αἰνίσσεται», Ευρ. Ίων 430) από όπου εξελίχθηκε τελικά στη μεθομηρική, αλλά ήδη στον Πίνδ. απαντώσα σημ. τού «μιλώ αινιγματικά, με αινίγματα». Με την τελευταία αυτή σημ. συνδέονται και τα ακολουθούντα παράγωγα αίνιγμα, αινιγμός κ.λπ.ΠΑΡ. αίνιγμα αρχ. αἰνιγμός, αἰνικτήρ, αἰνικτής, αἰνικτός, αἴνιξις.ΣΥΝΘ. υπαινίσσομαι αρχ. προαινίσσομαι].
Dictionary of Greek. 2013.